Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρεάλι — και ριάλι, το, Ν 1. παλιό νόμισμα τής Ισπανίας 2. στον πληθ. τα ρεάλια χρήματα, περιουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. real / rial < real «βασιλικός» (< λατ. regalis «βασιλικός»)] … Dictionary of Greek
ριάλι — το Ν βλ. ρεάλι … Dictionary of Greek